- δίμετρος
- δίμετροςhaving two metresmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίμετρος, -η, -ο — δίμετρος, η, ο, 1. (μετρ.), στίχος που αποτελείται από δύο μέτρα: Το ποίημα γράφτηκε σε ιαμβικά δίμετρα. 2. (μουσ.), αυτός που εκτείνεται σε δύο μουσικά μέτρα: Δίμετρη παύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίμετρος — η και ος, ο (AM δίμετρος, ον) (μετρ.) 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν) στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο») νεοελλ. μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτρα («δίμετρος παύση») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
δίμετρον — δίμετρος having two metres masc/fem acc sg δίμετρος having two metres neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμέτρου — δίμετρος having two metres masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμέτρων — δίμετρος having two metres masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμέτρῳ — δίμετρος having two metres masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμετρα — δίμετρος having two metres neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμετροι — δίμετρος having two metres masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром … Википедия
dímetro — ► adjetivo/ sustantivo masculino POESÍA Se aplica al verso de la poesía griega y latina formado por dos metros o pies. * * * dímetro (del lat. «dimĕter, tra», del gr. «dímetros») m. Métr. *Verso de dos metros o *pies en la poesía clásica. * * *… … Enciclopedia Universal